Ανάμεσα στα διάφορα προϊόντα που εισάγονταν στον ελλαδικό χώρο, σημαντική θέση κατείχαν τα μέταλλα, τα οποία αποτελούσαν ζωτικά είδη, καθώς σ' αυτόν υπήρχαν περιορισμένα αποθέματα αργύρου, σιδήρου και χαλκού. Τα μέταλλα χρησιμοποιούνταν πλέον σε μεγαλύτερες ποσότητες για την κατασκευή έργων τέχνης και κοσμημάτων, εργαλείων και όπλων. Τα ελληνικά φύλα προμηθεύονταν χαλκό από την Κύπρο, σίδηρο από τα παράλια του Πόντου, χρυσό από τη Θάσο και διάφορα μέταλλα από την Ισπανία, τη Συρία, την Κιλικία, την Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία. Ιδιαίτερα, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας αποτέλεσε πλούσια πηγή μετάλλων, πολύτιμων και μη, για την εμπορική εκμετάλλευση των οποίων έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο οι ελληνικές αποικίες.

Οι κάτοικοι της Φώκαιας, στη Μικρά Ασία, υπήρξαν οι πιο τολμηροί από τους Ίωνες στα θαλάσσια ταξίδια. Από το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., είχαν επαφές στην Ισπανία με το βασιλιά Αργανθώνιο της Ταρτησσού -μιας περιοχής γνωστής για τα μεταλλεία αργύρου- με τον οποίο εμπορεύονταν άργυρο, κασσίτερο από τα βορειοδυτικά και ράβδους χαλκού (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1.163, 4.152).

Ξυλεία μετέφεραν από την περιοχή της νότιας Μαύρης Θάλασσας και της Θράκης, κυρίως για τη ναυπήγηση πλοίων. Από την ίδια περιοχή έφερναν δέρματα και κερί. Οι κύριοι αγοραστές των ειδών πολυτελείας, που αποτελούσαν μία εξίσου κερδοφόρα αγορά, ήταν τα μέλη της ανώτερης τάξης. Τα υφάσματα και τα ενδύματα πολυτελείας έρχονταν από τα βασίλεια της Ασίας, την Αίγυπτο και την Αφρική. Η σημασία αυτού του εμπορικού είδους φαίνεται από το παράδειγμα της Μιλήτου, που είχε αναπτυγμένο εμπόριο υφασμάτων με τη Σύβαρη στην Κάτω Ιταλία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν τόσο σημαντικό, ώστε οι Μιλήσιοι τήρησαν περίοδο πένθους, όταν η Σύβαρις καταστράφηκε στα 510 π.Χ. από την πόλη του Κρότωνα.


Με την Αίγυπτο οι Έλληνες είχαν αναπτυγμένες εμπορικές σχέσεις από την εποχή της ίδρυσης της Ναύκρατης, ενός εμπορικού σταθμού με προνόμια καθορισμένα από τις αιγυπτιακές αρχές. Αντάλλασσαν κρασί και ελαιόλαδο με σιτάρι, λινάρι και πάπυρο.

Όσον αφορά το θέμα της εισαγωγής σιτηρών από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, αν και στην επιστημονική κοινότητα υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, τόσο η αρχαιολογία όσο και οι γραπτές πηγές δείχνουν ότι τα σιτηρά άρχισαν να εξάγονται στα τέλη 6ου-αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη θαλάσσιων μεταφορών σιτηρών, κατά την Αρχαϊκή περίοδο, από την αποικία Ολβία στη βόρεια Μαύρη Θάλασσα προς την Ελλάδα. Ούτε και δηλώνει ξεκάθαρα, εάν η Ολβία επανεξήγαγε το σιτάρι που προμηθευόταν από τους Σκύθες καλλιεργητές, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 7.147).

Στα τέλη λοιπόν του 6ου αιώνα π.Χ., άρχισαν οι άποικοι να εμπορεύονται σιτάρι πρώτα, για να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες και αργότερα, για να το εξάγουν στις ελληνικές πόλεις. Μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι οι ελληνικές αποικίες -τουλάχιστον της Μαύρης Θάλασσας- λειτουργούσαν ως μεσάζοντες ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο και στους ντόπιους γείτονές τους που καλλιεργούσαν και εμπορεύονταν σιτηρά.


| εισαγωγή | γεωργία | εμπόριο | πολιτειακή οργάνωση | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.