Η λεγόμενη αποικιακή κίνηση, που διήρκησε από τα μέσα περίπου του 8ου αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση ελληνικών πόλεων στη Σικελία, στη νότια Ιταλία, κατά μήκος της νότιας ακτής της Γαλλίας και της ανατολικής ακτής της Ισπανίας, στη χερσόνησο της Κυρηναϊκής στη βόρεια Αφρική, κατά μήκος των θρακικών ακτών, στον Ελλήσποντο και στη Μαύρη Θάλασσα.


Βασικά χαρακτηριστικά του αποικισμού ήταν: πρώτον, ότι είχε το στοιχείο της οργανωμένης κίνησης με αφετηρία την εκάστοτε μητρόπολη και δεύτερον, ότι οι αποικίες -με εξαίρεση τα εμπόρια- αποτέλεσαν πόλεις από την αρχή της ίδρυσής τους, οι οποίες μάλιστα συχνά αναπαρήγαγαν τους θεσμούς των μητροπόλεων τους.


Τα οικονομικά ενδιαφέροντα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του αποικισμού. Τα μέλη των υψηλότερων οικονομικά στρωμάτων αποτέλεσαν τους πρωτοπόρους, όσον αφορά την επέκταση της Ελλάδας έξω από την περιοχή του Αιγαίου. Οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις αναζητούσαν "χρήματα" (χρήσιμα πράγματα), όπως ασήμι και χρυσό, εκτάσεις σιτηρών, σπίτια και ζώα, σε περιοχές έξω από τον κυρίως ελλαδικό χώρο.


Οι έλληνες άποικοι ανέπτυξαν εμπορικές συναλλαγές τόσο με τις μητροπόλεις τους, όσο και με άλλες πόλεις και αποικίες εντός και εκτός του ελληνικού κόσμου. Δε δίστασαν, επίσης, να έρθουν σε επαφή και να δημιουργήσουν εμπορικές σχέσεις με τους γείτονές τους αυτόχθονες λαούς, όπου αυτό ήταν βέβαια εφικτό (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4.108.1-109.1). Στο Εμπόριο της Καταλονίας, αποικία των κατοίκων από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, η ελληνική και η αυτόχθονη κοινότητα κατοικούσαν στην ίδια περιοχή (Στράβων, Γεωγραφικά 3.4.8). Ωστόσο αν και περιβάλλονταν με κοινή οχύρωση, ήταν χωρισμένες με εσωτερικό τείχος.


Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Έλληνες υποδούλωσαν τους αυτόχθονες και άλλοτε πάλι, μη ελληνικά φύλα έδιωξαν τους Έλληνες από την περιοχή τους. Ως επί το πλείστον, πάντως, είχε επέλθει μία ισορροπημένη συνύπαρξη μεταξύ των αποίκων και των αυτόχθονων λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Σε ελάχιστες περιστάσεις, πραγματοποιήθηκε ακόμη και μίξη των δύο ετερογενών στοιχείων, όπως για παράδειγμα στα Νησιά Λιπάρι, στην Κάτω Ιταλία, όπου υπήρχε μία κοινότητα που τη συναποτελούσαν Ρόδιοι και Kνίδιοι. Από τη μια μεριά ο φόβος των ντόπιων για τις ετρουσκικές επιδρομές και από την άλλη η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων από τους Έλληνες ώθησαν τις δύο ομάδες να ενωθούν. Αρχικά, διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα, αλλά σταδιακά μέσα από τη διαδικασία της καλλιέργειας κοινών εκτάσεων γης αφομοιώθηκαν (Στράβων, Γεωγραφικά 5.4.7).


Οι ελληνικές αποικίες λειτούργησαν ως εμπορικά κέντρα για τους γειτονικούς αυτόχθονες πληθυσμούς. Πρόσφεραν τις υπηρεσίες μίας μεγάλης αναπτυγμένης αγοράς, ικανής να απορροφά μεγάλους αριθμούς προϊόντων -κυρίως όμως δούλων- και σε αντάλλαγμα να προμηθεύει μεγάλες ποσότητες χρήματος -ειδικότερα μετά τον 6ο αιώνα π.Χ.- σε μορφή κερμάτων.
Οι έλληνες άποικοι διέδοσαν το νόμισμα στους ντόπιους γείτονές τους. Ελληνικά νομίσματα έχουν βρεθεί σε αρκετές κοινότητες αυτόχθονων φυλών και πιθανότατα να είχαν μεγαλύτερη αξία ως πολύτιμο αντικείμενο παρά ως χρήμα. Είναι γνωστό ότι τα κέρματα από φτηνό μέταλλο ή χαμηλής αξίας νομίσματα είχαν ευρεία χρήση ανάμεσα στις αυτόχθονες φυλές, όπως για παράδειγμα τα δελφίνια της Ολβίας στη Μαύρη Θάλασσα.


| εισαγωγή | γεωργία | εμπόριο | πολιτειακή οργάνωση | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.