Στην Αρχαϊκή περίοδο είναι βεβαιωμένη η χρησμοδότηση στα περισσότερα απολλώνεια μαντεία με βάση τις μαντικές ιδιότητες του νερού μίας ιερής πηγής και την εκστατική θεοληψία της ιέρειας. Ωστόσο, σε παλαιότερες εποχές εφαρμοζόταν η μέθοδος των ιερών κλήρων ή θριών. Η μέθοδος αυτή, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν και στους Δελφούς, πριν επικρατήσει η εκστατική μαντική, συνίστατο στην ανάσυρση μιας μαντικής ψήφου από ένα δοχείο που περιείχε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Ο χρησμός δινόταν με βάση τα σύμβολα που έφερε η ψήφος. Μία ανάλογη πρακτική ήταν σε χρήση ως τα κλασικά χρόνια στο ιερό του Ηρακλή στη Βούρα της Αχαΐας, όπου όμως οι ψήφοι εκεί είχαν αντικατασταθεί από αστραγάλους. Ο πιστός έριχνε τέσσερις αστραγάλους και στη συνέχεια λάμβανε απάντηση με τη βοήθεια πίνακα που ερμήνευε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς.


Μία από τις αρχαιότερες μεθόδους μαντικής στον ελληνικό κόσμο -και μάλιστα η σημαντικότερη επί αιώνες- ήταν η οιωνοσκοπία. Η μέθοδος αυτή είχε φτάσει στον ελληνικό κόσμο από την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία. Αυτήν εφάρμοζε ο Τειρεσίας, ο φημισμένος Κάλχας που συνόδευσε τους Αχαιούς στην Τροία, και αυτή ήταν που τελούνταν στο αρχαιότερο και πλέον σεβάσμιο ελληνικό μαντείο, στο ιερό του Δία στη Δωδώνη. Εκεί ο ιερέας παρακολουθούσε το πέταγμα και τη συμπεριφορά των πελείων (περιστεριών) που κάθονταν στις ιερές δρύες. Ο χρησμός δίνονταν με σύμβολα και όχι με λόγια, όπως άλλωστε και στο μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κοινή προέλευση για τα δύο μαντεία (2.54-55). Το μαντείο στην όαση της Σίβα είχε σίγουρα αιγυπτιακή καταγωγή, αλλά από πολύ νωρίς πέρασε στον έλεγχο των Ελλήνων της Κυρηναϊκής. Η οιωνοσκοπία εξασκούνταν και σε άλλα ιερά. Ο προφήτης κοιτώντας προς το βορρά λάμβανε ως καλό σημάδι την εμφάνιση οιωνού (πουλιού) από την ανατολή και κακό από τη δύση. Ο χρησμός εξειδικευόταν ανάλογα με το είδος και το πέταγμα του πουλιού. Παρατηρούνταν ιδιαιτέρως ο αετός, το γεράκι, η γλαύκα και ο ερωδιός.

Φαίνεται όμως πως στη Δωδώνη ήταν πιο σημαντική και μάλλον παλαιότερη, μία άλλη μέθοδος: η μαντική από τυχαίους ήχους ή από τα θροΐσματα της ιερής δρυός και τους ήχους από τους χάλκινους λέβητες που την κοσμούσαν. Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο. Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στην αχαϊκή πόλη των Φαρών υπήρχε στην αγορά ένα άγαλμα του Ερμή. Ο ενδιαφερόμενος να συμβουλευτεί το θεό, το πλησίαζε και ψιθύριζε στο αυτί του το ερώτημα. Στη συνέχεια απομακρυνόταν κρατώντας κλειστά τα αυτιά του, τα οποία ελευθέρωνε μόνο αφότου είχε βγει από την αγορά. Η πρώτη φράση που θα άκουγε αποτελούσε και το χρησμό του θεού.

Η ιεροσκοπία ή ιερομαντεία προέρχεται επίσης από την Ανατολή και είναι βεβαιωμένη η εξάσκησή της στη Βαβυλώνα. Πρόκειται συνήθως για μαντική που βασίζεται στην παρατήρηση των σπλάχνων του θυσιασμένου ζώου. Μια ειδική κατηγορία της, η ηπατοσκοπία, έγινε πολύ δημοφιλής στους Ετρούσκους. Στον ελληνικό κόσμο συνηθίζονταν περισσότερο άλλες εκδοχές της ιερομαντείας, όπως η μαντεία δι' εμπύρων και η καπνομαντεία. Η πρώτη εξέταζε τη φωτιά και τα κατάλοιπα της θυσίας και η δεύτερη τον καπνό. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούσαν επίσης τη συμπεριφορά του ζώου που οδηγούνταν σε θυσία. Με μαντεία δι' εμπύρων χρησμοδοτούσε το Ισμήνιο της Θήβας και το ιερό του Δία στην Ολυμπία. Μια άλλη ανατολικής προέλευσης μέθοδος μαντικής ήταν η λεκανομαντεία, η οποία αναφέρεται και από τον Αισχύλο (Αγαμέμνων 322-3). Η χρησμοδότηση γινόταν με παρατήρηση κυματισμών ή αντανακλάσεων σε μία επιφάνεια νερού. Παρόμοια ήταν και η μαντική μέθοδος για αρρώστους που εφαρμοζόταν στο τέμενος της Δήμητρας και της Κόρης στην Πάτρα. Ο πιστός, αφού προσευχόταν και έκαιγε θυμίαμα, κοίταζε σε ένα κάτοπτρο κρεμασμένο πάνω από τα ήρεμα νερά της ιερής πηγής, όπου μπορούσε να δει τον εαυτό του ζωντανό ή νεκρό.



’λλη ειδική κατηγορία μαντείων αποτελούσαν εκείνα, στα οποία ο θεϊκός χρησμός αποκαλυπτόταν στον πιστό μέσω ονείρων. Όλα τους σχετίζονται με την ίαση και με θεότητες ή ήρωες θεραπευτές. Ο πιστός έπρεπε να πέσει σε εγκοίμηση μέσα σε ιερό χώρο, περίβολο ή άβατο, και τα όνειρα τού αποκάλυπταν την έκβαση της αρρώστιας του. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε το θηβαϊκό Αμφιάρειο και το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Η μέθοδος αυτή συνηθιζόταν και σε πολλά Ασκληπιεία, εκ των οποίων το πιο γνωστό ήταν βέβαια της Επιδαύρου. Οι πιστοί εκεί ξάπλωναν στο εγκοιμητήριο ή άβατο περιμένοντας το θεόσταλτο όνειρο. Πολλές φορές μάλιστα η εμπειρία του ονείρου ήταν ταυτοχρόνως και θεραπεία. Αντίστοιχη λειτουργία είχαν το ονειρομαντείο στον Οίτυλο της Λακωνίας, το Χαρώνειο άντρο -αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Κόρη στη Νύσα της Καρίας- και το μαντείο στο άντρο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά. Στο τελευταίο ο πιστός υποβαλλόταν σε μια σειρά από τελετουργίες με αποκορύφωση τη νυκτερινή εισέρπυση στους δαιδαλώδεις και στενούς διαδρόμους του σπηλαίου. Κατά την έξοδό του ο πιστός διηγούνταν στους ιερείς ό,τι είχε δει και ακούσει. Αυτοί έδιναν ερμηνεία, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που επιδρούσε καθοριστικά στον πιστό ήταν ο ψυχικός κλονισμός του από τη δοκιμασία.


Στην ίδια αρχή στηριζόταν επίσης η λειτουργία των νεκυομαντείων ή ψυχοπομπείων. Οι πιστοί σε αυτά, ύστερα από θυσία στους χθόνιους θεούς, επικαλούνταν τις ψυχές νεκρών, από τις οποίες λάμβαναν χρησμό. Το πιο φημισμένο νεκυομαντείο ήταν στην Εφύρα της Θεσπρωτίας, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα.



| εισαγωγή | δομές | δίκαιο | αξίες | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.