Μία από τις σημαντικότερες μεταβολές, που αφορούσαν την απονομή της δικαιοσύνης και έλαβαν χώρα κατά την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν ο εκδημοκρατισμός της δικαστικής εξουσίας. Παλαιότερα οι άρχοντες μπορούσαν να κρίνουν και να ενεργούν αυτόβουλα, σταδιακά όμως η δύναμή τους συρρικνώθηκε, γεγονός το οποίο θα πρέπει να συνδυαστεί με την ύπαρξη γραπτών νομικών κωδίκων. Οι παλαιότεροι κώδικες προέρχονται από το Δρηρό και τη Γόρτυνα της Κρήτης. Στην Αθήνα η αυξανόμενη δύναμη του δήμου εκφράστηκε κυρίως μέσω της σύστασης της Ηλιαίας. Έτσι, στους άρχοντες απέμειναν αρμοδιότητες περισσότερο τυπικές, όπως η εισαγωγή -η παρουσίαση δηλαδή της υπόθεσης προς εκδίκαση στο δικαστήριο- ένα μέρος των ανακρίσεων και η άσκηση καθηκόντων προέδρου (ηγεμονία).

Στο αττικό δίκαιο υπήρχαν δύο τύποι αγωγής: η γραφή, που ήταν δημόσια αγωγή και η δίκη που ήταν ιδιωτική. Υπάρχουν σήμερα αρκετές αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τα κριτήρια που προσδιόριζαν ποιά υπόθεση θα κρινόταν ως δημόσια και ποιά ως ιδωτική. Το βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι τα κριτήρια αυτά απείχαν πολύ από τα σύγχρονα. Στις γραφές, για παράδειγμα, κατατάσσονταν η κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων, η δωροδοκία των αρχόντων, η βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, καθώς επίσης η κλοπή και η μοιχεία. Η υπεράσπιση δηλαδή της ιδιωτικής περιουσίας και της οικογένειας αποτελούσαν ζωτικά συμφέροντα της ίδιας της πόλης. Αντίθετα, η δίωξη για φόνο είχε ιδιωτικό χαρακτήρα, γιατί προϋπήρχε της σύστασης της πόλης και αποτελούσε κυρίως παράβαση των θρησκευτικών κανόνων, στο βαθμό που γινόταν αιτία μιάσματος.

Όσον αφορά την ποινή οι αγωγές χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αγώνες τιμητούς και αγώνες ατίμητους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν τα εγκλήματα για τα οποία ο νομοθέτης δεν είχε προβλέψει την ποινή και οι διάδικοι πρότειναν μόνοι τους αυτήν που θεωρούσαν καταλληλότερη. Φυσικά, οι κατηγορούμενοι πρότειναν συνήθως την πλήρη απαλλαγή τους. Το ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας ήταν το γεγονός πως οι δικαστές δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν μία τρίτη, διαφορετική ποινή. Όφειλαν να επιλέξουν και να εφαρμόσουν μία από τις δύο προτάσεις, εκείνη δηλαδή του ενάγοντος ή εκείνη του εναγομένου. Στη δεύτερη κατηγορία, των ατίμητων αγώνων, ανήκαν τα εγκλήματα των οποίων η ποινή προσδιοριζόταν με σαφήνεια από το νομοθέτη. Με αυτόν τον τρόπο δικάζονταν, για παράδειγμα, από τους Ένδεκα με έκτακτη δημόσια αγωγή (απαγωγή) οι κακούργοι που συλλαμβάνονταν επ' αυτοφόρω.

Άλλες μορφές καταγγελίας ήταν η εφήγηση (κλήση των αρχόντων για επιτόπια έρευνα), η φάση (για παραβιάσεις δικαιωμάτων ορφανών), η απογραφή (πραγματική απογραφή των περιουσιακών στοιχείων ως προοίμιο πιθανής δήμευσης) και η εισαγγελία (υπέρ ορφανών και επικλήρων ή υπέρ προστασίας της ασφάλειας της πόλης). Ο θεσμός της εισαγγελίας αποδίδεται στο Σόλωνα, καθώς και η καινοτομία της παραπομπής στο δικαστήριο δι' εφέσεως. Τις εφέσεις εκδίκαζε το νεοσύστατο δικαστήριο της Ηλιαίας. Τέλος, για να εκδικαστεί οποιαδήποτε αγωγή, έπρεπε ο ενάγων να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό, που ονομαζόταν πρυτανεία σε περίπτωση γραφής και παράσταση σε περίπτωση δίκης. Η απουσία του κατηγορουμένου, εφόσον είχε κλητευθεί, επέτρεπε τη διεξαγωγή δίκης ερήμην (δίκη έρημος).


| εισαγωγή | δομές | δίκαιο | αξίες | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.