Την αυστηρότητα και την ευρωστία των πρώιμων δημιουργιών διαδέχτηκε η ηπιότητα και η ωριμότητα της εποχής του Παρθενώνα. Οι μορφές εκφράζουν με το κάλλος τους την πνευματικότητα και την ακτινοβολία του κλασικού θαύματος. Η σοφία και η βαθιά ανθρωποκεντρική διάθεση του κλασικού κόσμου συμπυκνώνεται στην τρυφερή εξιδανίκευση αυτών των έργων που έμελλε να επηρεάσουν την πορεία της τέχνης σε ολόκληρο το Δυτικό κόσμο.
Ο Φειδίας, εκτός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα φιλοτέχνησε και άλλα σημαντικά έργα που επηρέασαν καθοριστικά τους σύγχρονους και μεταγενέστερους γλύπτες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα χρυσελεφάντινα λατρευτικά αγάλματα του Δία στην Ολυμπία και της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη. Το άγαλμα αυτό είχε ύψος μαζί με τη βάση του 11,5 μέτρα και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε πάνω από ένας τόνος σφυρήλατου χρυσού. Μετά την τοποθέτησή του στο σηκό, το 438 π.X., μια μεγάλη αλλά ρηχή υδατοδεξαμενή λαξεύτηκε στο δάπεδο μπροστά του. Η υγρασία ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του ξύλινου πυρήνα και η αντανάκλασή του στην υδάτινη επιφάνεια εντυπωσιακή. Τη βάση του αγάλματος κοσμούσε παράσταση του μύθου της Πανδώρας. Στην περιφέρεια των σανδαλιών της εικονιζόταν Κενταυρομαχία. Την ασπίδα της θεάς κοσμούσε εσωτερικά παράσταση Γιγαντομαχίας και εξωτερικά Αμαζονομαχίας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Φειδίας είχε πλάσει δύο μορφές της Αμαζονομαχίας ως πορτρέτα του Περικλή και του εαυτού του, πράγμα που αποτέλεσε σκάνδαλο για την εποχή. Στο δεξί της χέρι, που ακουμπούσε σε μικρό κίονα, η Aθηνά κρατούσε Νίκη. Το κράνος της είχε τρία λοφία στηριγμένα σε σφίγγα και πήγασους. |
| |
|||
|