Το σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο για να αναλάβει ένας αθηναίος πολίτης μια τριηραρχία ήταν η οικονομική του επιφάνεια και όχι τόσο η ικανότητά του να κυβερνά ένα πλοίο ή οι τεχνικές γνώσεις ναυσιπλοΐας που πιθανότατα είχε. Σε γενικές γραμμές, ήταν δυνατόν ένας εύπορος κάτοικος περισσότερο από μία φορά να αναλάβει μια τριηραρχία, είτε εθελοντικά είτε υποχρεωτικά. Εάν πάλι κάποιος επιθυμούσε να αποφύγει αυτήν την υποχρέωση, μπορούσε να υποστηρίξει -θέτοντας σε ισχύ τη διαδικασία της αντίδοσης -ότι ένας άλλος πολίτης πλουσιότερος από τον ίδιο θα έπρεπε να πάρει τη θέση του. Πιθανά χρέη ενός τριήραρχου πληρώνονταν μετά το θάνατό του από τους κληρονόμους του ή μεταβιβάζονταν στο όνομά τους. Όσοι αρνούνταν να αναλάβουν αυτήν την υποχρέωση κινδύνευαν να φυλακιστούν.

Στην περίπτωση που ο τριήραρχος πέθαινε κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο κληρονόμος του συνήθως τον αντικαθιστούσε για όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν μέλος της τριηραρχικής τάξης, στην οποία και μπορούσε να συνεχίσει να ανήκει με την ανάληψη τριηραρχιών στο δικό του πλέον όνομα. Εάν όμως ο τριήραρχος άφηνε εκκρεμή τα ναυτικά του χρέη όταν πέθαινε, οι κληρονόμοι του υποχρεώνονταν να τα πληρώσουν, ανεξάρτητα εάν ήταν όλοι ιδιοκτήτες της περιουσίας του ή την είχαν ήδη διαμοιράσει.

Η φανερή περιουσία ήταν βασική προϋπόθεση για συμμετοχή στην τριηραρχική τάξη. Ορισμένοι ωστόσο εισοδηματίες, λόγω των μεγάλων εξόδων που απαιτούσε μία τριηραρχία, πιθανότατα κατέφευγαν στην απόκρυψη μέρους της περιουσίας τους με αντικειμενικό σκοπό να την αποφύγουν. Αυτή η τακτική τους όμως δυσκόλευε το αθηναϊκό κράτος να επιλέξει τους υποψήφιους εύπορους πολίτες για την ανάληψη των λειτουργιών.


Κατά τη διάρκεια του β' μισού του 4ου αιώνα η αποκατάσταση της καρίνας ενός πλοίου απαιτούσε τη διάθεση ποσού ύψους μέχρι και 5000 δραχμών. Προκειμένου, επιπλέον, να εξοπλιστεί μία τριήρης απαιτούνταν μέχρι και 2200 δραχμές. Το συνολικό κόστος λοιπόν που απαιτούνταν έφτανε το σεβαστό ποσό των 7200 δραχμών. Είναι σίγουρο ότι στο τέλος του 4ου αιώνα οι αποζημιώσεις για τον εξοπλισμό είχαν σχεδόν διπλασιαστεί, έτσι ώστε μία ολόκληρη τριήρης στοίχιζε πλέον 9100 δραχμές, ενώ το κόστος μίας τετρήρους έφτανε τις 11.100 δραχμές.

Ο τριήραρχος με το να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο για την κατασκευή και συντήρηση του πλοίου του, κέρδιζε εκτός από ένα στέφανο κισσού, λαμπρότητα και φιλοτιμία. Η ανάληψη και η επιτυχής διεκπεραίωση μίας τριηραρχίας λειτουργούσε ως προσωπική δικαίωση των ικανοτήτων του, κυρίως όμως ως απόδειξη της οικονομικής του δύναμης. Η πόλη του είχε ανάγκη από την περιουσία του και εκείνος τη διέθετε ανιδιοτελώς.
Η τριηραρχία και οι υπόλοιπες δημόσιες λειτουργίες ωφελούσαν την Αθήνα και είναι γνωστό ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. οι προερχόμενες από αυτές εισφορές υπερέβαιναν το μισό των συνολικών κρατικών εσόδων.


| εισαγωγή | γαιοκτησία-γεωργία | εμπόριο | μεταλλεία | Κλασική Εποχή
| κρατική πρόνοια | λειτουργίες | ιδιωτική περιουσία |

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.