|
Οι συνεδριάσεις άρχιζαν πολύ νωρίς το πρωί και τελείωναν, συνήθως, με τη δύση του ηλίου. Πριν αρχίσει η συνεδρία, θυσίαζαν ένα χοίρο με το αίμα του οποίου οριοθετούσαν κυκλικά το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες. Στη συνέχεια, ο κήρυκας διάβαζε τα προβουλεύματα της Βουλής των 500, ακολουθούσε η προχειροτονία και ο κήρυκας ρωτούσε: "ποιος ζητά το λόγο"; Τυπικά ίσχυε η αρχή της ισηγορίας, αλλά αγόρευαν σχεδόν αποκλειστικά οι ρήτορες. Ο πολίτης που καλούνταν στο βήμα έβαζε στο κεφάλι του ένα στεφάνι από μυρτιά και γινόταν με τον τρόπο αυτό απαραβίαστος και ιερός, αλλά είχε και την ευθύνη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε να παρασύρει το δήμο. Για το λόγο αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάνει τη συγκεκριμένη πρόταση, ο τάδε είπεν, οπότε μπορούσε να τιμωρηθεί, αν αργότερα αποδεικνυόταν ότι η εισήγησή του δεν ήταν σωστή. Η ψηφοφορία γινόταν με χειροτονία, δηλαδή με ανάταση των χεριών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μυστική. |