Όλοι οι πολίτες είχαν εξίσου το δικαίωμα να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους. Οι άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο, ενώ οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι εκλέγονταν με ψηφοφορία, επειδή για την άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούνταν ιδιαίτερα προσόντα και συγκεκριμένες ικανότητες (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2). Η εκλογή των αρχόντων με κλήρο περιόριζε τις ευκαιρίες για την ανάδειξη στην εξουσία ενός ισχυρού ατόμου ή συμβουλίου που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δήμου και απάλλασσε έτσι σε μεγάλο βαθμό την εκλογική διαδικασία από ανταγωνισμούς και εχθρότητες. Για το λόγο αυτό διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των πλεονεκτημάτων που έδιναν η κοινωνική θέση και ο πλούτος των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών.

Μετά την εκλογή τους, και πριν ακόμη αναλάβουν το αξίωμά τους οι άρχοντες περνούσαν από εξέταση -τη λεγόμενη δοκιμασία- μπροστά από τους θεσμοθέτες, εκτός μόνον από τους εννέα άρχοντες και τους βουλευτές, που εξετάζονταν από την απερχόμενη Βουλή. Με τη δοκιμασία διαπιστωνόταν, εάν το άτομο είχε τα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη των καθηκόντων του· έπρεπε δηλαδή να ήταν αθηναίος πολίτης, να είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του, να ανήκε σε συγκεκριμένη οικονομική τάξη -προσόν απαραίτητο για ορισμένα αξιώματα- να είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές και τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς την πόλη, να μην ήταν άτιμος και τέλος να μη διωκόταν δικαστικά (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 55.3-5).

Μετά το τέλος της θητείας τους οι άρχοντες ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους (εύθυνα), υποχρέωση που σταθεροποιήθηκε στην αθηναϊκή πολιτική πρακτική στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) τα παράπονα εξετάζονταν από το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, ενώ μετά από αυτές οι συγκεκριμένες διαδικασίες εκτελούνταν από αξιωματούχους, που εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου. Στην περίπτωση που οι άρχοντες αποδεικνύονταν ότι είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, τους τιμούσαν με χρυσοφορία, στεφανηφορία ή άλλη διάκριση, ενώ το τιμητικό ψήφισμα χαρασσόταν σε λίθινη στήλη και στηνόταν σε επίσημο μέρος της πόλης, συνήθως στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή σε κάποιο ιερό, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους.

Μισθοφορά ονομαζόταν η απόδοση μισθών στους πολίτες που άφηναν την εργασία τους για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων τους. Η ιδέα και η εφαρμογή της μισθοφοράς ανήκει στον Περικλή και γενικεύτηκε για όλους τους κληρωτούς άρχοντες πριν από το θάνατό του (429/8 π.Χ.). Υπήρχε ο βουλευτικός μισθός για τους βουλευτές και ο δικαστικός για τους Ηλιαστές, ενώ από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. δινόταν και ο εκκλησιαστικός μισθός στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Δεν προβλεπόταν αμοιβή για τα μέλη του Αρείου Πάγου και για τους αξιωματούχους που ασκούσαν μικρότερα αξιώματα, τα οποία απαιτούσαν λιγότερο χρόνο και περιορισμένα οικονομικά μέσα (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 62.2). Η μισθοφορά υπήρξε ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε ουσιαστικότερα την ισότητα των πολιτών, καθώς έδινε τη δυνατότητα διαβίωσης σε όσους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην πόλη.


| εισαγωγή | πολιτική εξέλιξη της κλασικής Αθήνας | Αθηναϊκό πολίτευμα | πρόσωπα | Κλασική Εποχή

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.