Το συμπόσιο στην κλασική Αθήνα αποτελούσε μία κοινωνική εκδήλωση, στην οποία συμμετείχαν μόνον άντρες, και είχε ιδιωτικό ή δημόσιο χαρακτήρα. Συμπόσια τελούνταν με την ευκαιρία οικογενειακών γιορτών, εορταστικών εκδηλώσεων της πόλης, αθλητικών νικών, ποιητικών αγώνων, εξαιτίας του ερχομού ή της αναχώρησης κάποιου φίλου, ενώ πολύ συχνά άντρες της αριστοκρατικής κυρίως τάξης, συγκεντρώνονταν για να δειπνήσουν μαζί. Το συμπόσιο είχε δύο φάσεις: το γεύμα και το καθαυτό συμπόσιο. Στην πρώτη φάση γινόταν περιορισμένη κατανάλωση κρασιού, ενώ στη δεύτερη, που διαρκούσε περισσότερη ώρα, οι συμποσιαστές έπιναν κρασί, το οποίο συνόδευαν με τραγήματα. |
Το κρασί συνήθως αναμιγνυόταν με νερό σε αναλογία 1 προς 2 ή προς 3, ενώ το σκεύος στο οποίο γινόταν η ανάμιξη ονομαζόταν κρατήρας. Ανέρωτο κρασί (άκρατος οίνος) πινόταν μόνον, όταν γινόταν πρόποση ή σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι δούλοι -νεαροί άντρες ή γυναίκες- σέρβιραν το ποτό σε μεταλλικά ή συνηθέστερα σε πήλινα σκεύη και οι συμποσιαστές διασκέδαζαν με συζητήσεις, απαγγελία ποίησης, αινίγματα, γρίφους, μουσική, χορούς, θεάματα και παιχνίδια, όπως ήταν ο κότταβος. Oι Aθηναίες κανονικά δεν έπαιρναν μέρος στο συμπόσιο, παρά μόνο για να συντροφεύσουν και να ψυχαγωγήσουν τους άντρες, κυρίως στο δεύτερο μέρος του συμποσίου, ως μουσικοί (αυλητρίδες), χορεύτριες και εταίρες. Tο συμπόσιο αποτελούσε εκπαιδευτικό χώρο για τους εφήβους της αριστοκρατικής τάξης, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να είναι παρόντες, να παρακολουθούν τις συζητήσεις των συμποσιαστών και να μυούνται στις αξίες της τάξης τους. |
Tα συμπόσια λάμβαναν χώρα στον ανδρώνα των οικιών ή σε δημόσια οικοδομήματα, στην περίπτωση που διοργανώνονταν από την πόλη. Oι συμποσιαστές έτρωγαν και έπιναν συνήθως ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα ανά δύο και σπάνια ανά τρεις, ακουμπώντας στον αγκώνα τους και με τον κορμό τους όρθιο ή με μικρή κλίση, συχνά στηριγμένο με μαξιλάρια ή μεγάλα προσκέφαλα. Οι τιμητικές θέσεις βρίσκονταν δίπλα στον οικοδεσπότη, ο οποίος μπορούσε να ορίσει τη θέση κάθε συμποσιαστή. Τα τραπέζια ήταν μικρά και φορητά, ένα για κάθε συμποσιαστή ή ένα μπροστά από κάθε ανάκλιντρο. Ο χώρος του συμποσίου ήταν μικρός. Επτά έως δώδεκα ανάκλιντρα τοποθετούνταν συνήθως κατά μήκος των τοίχων ή με τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται όλοι στο ίδιο επίπεδο και ο κάθε συμποσιαστής να βλέπει τους υπολοίπους. Έτσι διευκόλυναν την αμεσότητα στην επικοινωνία και τη συζήτηση, που ήταν βασικά χαρακτηριστικά του συμποσίου. Tέλος, ακόμη και οι δημόσιοι χώροι συμποσίων δεν ήταν μεγάλοι. |
Οι καλεσμένοι μόλις έφταναν στο σπίτι όπου θα γινόταν το συμπόσιο έβγαζαν τα παπούτσια τους. Οι δούλοι τούς έπλεναν τα πόδια και τους οδηγούσαν στην αίθουσα του συμποσίου. Οι συμποσιαστές φορούσαν συχνά στεφάνια από φύλλα ή άνθη και έφεραν στο στήθος τους στολίδια, τις υποθυμίδες. Μόλις έπαιρναν τις θέσεις τους, οι δούλοι τούς προσέφεραν οινοχόη και λεκάνη (χέρνιψ), για να πλύνουν τα χέρια τους. Το δείπνο άρχιζε με το πρόπωμα, ένα ποτήρι αρωματισμένο κρασί, απ' όπου έπιναν όλοι οι συμποσιαστές, πριν από το φαγητό. |
Oρισμένοι από τους καλεσμένους έφταναν μετά το δείπνο, για να συμμετάσχουν μόνο στο καθαυτό συμπόσιο, το οποίο άρχιζε με σπονδές στους θεούς και κυρίως στο Διόνυσο, το θεό του κρασιού. Η σπονδή συνίστατο στο να πιουν λίγο ανέρωτο κρασί και να χύσουν μερικές σταγόνες προφέροντας το όνομα του θεού, για τον οποίο στη συνέχεια τραγουδούσαν έναν ύμνο. Ακουλουθούσε κλήρωση για τον καθορισμό του αρχηγού του συμποσίου (συμποσίαρχος), ο οποίος όριζε την αναλογία του κρασιού και του νερού που θα έριχναν στον κρατήρα και τον αριθμό των ποτηριών που έπρεπε να αδειάσει ο κάθε συμποσιαστής. Aν κάποιος δεν υπάκουγε στο συμποσίαρχο, ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει μία ποινή.
| |
|||
|