Πρωτοαττική ονομάζεται η αττική αγγειογραφία του 7ου αιώνα π.Χ., η οποία από πολλές απόψεις αποτέλεσε τον αντίποδα της πρωτοκορινθιακής αγγειογραφίας. Έδειχνε μια ιδιαίτερη προτίμηση στα μεγάλα σχήματα αγγείων, στα οποία μπορούσε να αναπτύξει με ελευθερία μνημειώδεις μορφές και να επιδοθεί σε κάθε λογής πειραματισμούς, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε και μια αντίληψη διάκρισης των όψεων του αγγείου σε κύρια και δευτερεύουσα. Στην κύρια τοποθετούσε τη σημαντική παράσταση, ενώ τη δευτερεύουσα μερικές φορές την κοσμούσε μόνο με απλά φυτικά κοσμήματα. Η σκιαγραφία και το περίγραμμα για τις μορφές ήταν τεχνικές με ευρεία χρήση στις αρχές του αιώνα, αλλά σταδιακά εγκαταλείφθηκαν. Η χρήση της χάραξης για την απόδοση των λεπτομερειών άρχισε σχετικά αργά και παρέμεινε σποραδικό φαινόμενο. Επίθετα χρώματα -κυρίως το λευκό και κάπως λιγότερο το κόκκινο- χρησιμοποιούνταν συχνά γύρω στα μέσα του αιώνα, ενώ περιορίστηκαν και πάλι προς το τέλος του.

Οι παραστάσεις αντλούσαν τη θεματογραφία τους από τη μυθολογία. Οι μορφές, ακόμα κι όταν πρόκειται για τα ανατολικά τέρατα έχουν τη γωνιώδη δομή των γεωμετρικών τους προκατόχων. Από τη μια μεριά ο αφηγηματικός χαρακτήρας των σκηνών, και από την άλλη η απόρριψη κάθε ρυθμιστικής σύμβασης στην κατανομή των μορφών επέτρεψαν τη δημιουργία μερικών από τις πιο ζωντανές συνθέσεις της εποχής.

Η πρωτοαττική αγγειογραφία χωρίζεται στις ακόλουθες περιόδους:

Πρώιμη πρωτοαττική, 700 - 675 π.Χ.
Συνεχίστηκε η παραγωγή αγγείων με πλαστική διακόσμηση και με θεματολόγιο που εμπνεόταν από κάποια γεωμετρικά πρότυπα. Ωστόσο, δεν απεικονίζονταν ακόμα μυθολογικές σκηνές. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της εποχής αυτής ήταν ο ζωγράφος του Αναλάτου και ο ζωγράφος των Μεσογείων.


Μέση πρωτοαττική, 675 - 650 π.Χ.
Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η αττική αγγειογραφία αποκόπηκε από τις μεγάλες αγορές και τις εξελίξεις, γεγονός που της επέτρεψε να προχωρήσει σε έρευνα και καινοτομίες. Προτίμηση υπήρχε για τα αγγεία μεγάλου σχήματος, στα οποία μπορούσαν ν' αναπτυχθούν αφηγηματικές μυθολογικές σκηνές. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι των τάσεων αυτών υπήρξαν ο ζωγράφος του Πολύφημου και ο ζωγράφος της Oινοχόης των κριών.

Ύστερη πρωτοαττική, 650 - 630 π.Χ.
Στα χρόνια αυτά άρχισε η μίμηση της κορινθιακής μελανόμορφης τεχνικής, η οποία όμως εφαρμόστηκε με παράλληλη χρήση του λευκού και του κόκκινου χρώματος δημιουργώντας τριχρωμία. Διατηρήθηκε επίσης η προτίμηση για τις μνημειώδεις μορφές και τα μυθολογικά θέματα.

Πρωτομελανόμορφος στην Αττική, 630 - 600 π.Χ.
Η τελευταία αυτή φάση αντιστοιχεί στην πλήρη επικράτηση του μελανόμορφου ρυθμού και διακρίνεται για τις έντονες κορινθιακές επιρροές στην εικονογραφία. O σημαντικότερος αγγειογράφος της εποχής είναι ο ζωγράφος του Νέσσου, ο οποίος κατορθώνει να συγκεράσει την τεχνική αρτιότητα και την ακρίβεια της πρωτοκορινθιακής κεραμικής με το δυναμισμό και τη δραματικότητα της πρωτοαττικής. Ζωγραφίζει μεγάλους σκυφοειδείς κρατήρες και αμφορείς.



| εισαγωγή | γράμματα | τέχνες | θρησκεία | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.