Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο τοποθετούν την έναρξη της κοπής νομισμάτων, στα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. Στις αρχαίες πηγές, ως πιθανοί εφευρέτες του νομίσματος παρουσιάζονται ο Φείδων -ο βασιλιάς του Άργους- η Δημοδίκη από την Κύμη -σύζυγος του βασιλιά Μίδα- ο Εριχθόνιος και ο Λύκος από την Αθήνα, οι Λυδοί και οι Νάξιοι. Ως πραγματικοί πάντως εφευρέτες του νομίσματος θεωρούνται οι Λυδοί, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για τις πρώτες κοπές ένα πολύτιμο μέταλλο, το ήλεκτρο. Επρόκειτο για ένα κράμα χρυσού και αργύρου, που βρισκόταν στην άμμο του ποταμού Πακτωλού, ο οποίος πήγαζε από το όρος Τμώλο και διέσχιζε την πρωτεύουσα Σάρδεις, στη Λυδία. Ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Λυδοί ήταν, επίσης, οι πρώτοι που έκοψαν νομίσματα από χρυσό και άργυρο. Ενδεχομένως να αναφέρεται στις μεταγενέστερες διμεταλλικές κοπές του Κροίσου. Στην Ελλάδα, τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν από άργυρο προμηθευμένο από τα μεταλλεία του Λαυρίου (Αττική) και από τη βόρεια Ελλάδα.


Είναι γενικά αποδεκτό ότι το παλαιότερο νομισματοκοπείο στον κυρίως ελλαδικό χώρο βρισκόταν στο νησί της Αίγινας. Οι έρευνες υποδεικνύουν ότι τα νομίσματα του νησιού ανήκουν στα χρόνια μετά το 550 π.Χ. Η εμφάνισή τους δεν μπορεί να συνδεθεί με την παράδοση που αναφέρει το βασιλιά του Άργους Φείδωνα ως εκείνον που έκοψε τα πρώτα νομίσματα στην Ελλάδα και η οποία χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 6.127.10-12).

Αρχικά, οι μελετητές υποστήριξαν ότι το νόμισμα είχε οικονομική λειτουργία, ως σταθερό μέσο μέτρησης για την εξυπηρέτηση του εμπορίου. Ήταν απόλυτα φυσικό να θεωρηθεί ότι η εμφάνισή του -υπηρετώντας αυτόν ακριβώς το σκοπό- αποδείκνυε την ύπαρξη εξέλιξης των συναλλαγών στην Αρχαϊκή περίοδο και την αρχή μίας νομισματικής οικονομίας.

Αργότερα όμως, διαπιστώθηκε ότι η παραπάνω άποψη δεν ήταν τόσο απλή, αλλά αντίθετα παρουσίαζε μία πολυπλοκότητα που επέβαλλε την επαναξιολόγησή της. Οι πρώτες πληροφορίες, σχετικά με τη μετάβαση από το στάδιο της απλής ανταλλαγής προϊόντων σε εκείνο της χρήσης του χρήματος, παρατηρούνται σε κείμενα του Αριστοτέλη. Στα σχετικά αποσπάσματα φαίνεται να αποδίδει μία ηθική εξήγηση στο ρόλο του νομίσματος, συνδεδεμένη άμεσα με το σύνολο των αξιών των αρχαϊκών κοινοτήτων.

Εκτός από αυτό διαπιστώνεται ότι κατά τις πρώτες κοπές νομισμάτων σε αρκετές πόλεις λείπουν οι μικρές υποδιαιρέσεις. Επίσης, όπου υπάρχουν μεγάλες υποδιαιρέσεις, όπως στις πόλεις της Σικελίας, τα νομίσματα κυκλοφορούσαν κυρίως στην περιοχή όπου είχαν κοπεί. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι -αρχικά τουλάχιστον- το νόμισμα δε χρησιμοποιήθηκε στη διευκόλυνση του εμπορίου, τοπικού ή υπερπόντιου. Οι μόνες περιπτώσεις που παρατηρείται μία -έστω και έμμεση- σχέση μεταξύ εμπορίου και νομισμάτων είναι εκείνες της Αθήνας και των παραλιακών πόλεων της Θράκης και της Μακεδονίας. Οι πόλεις αυτές εξήγαγαν νομίσματα στην Ανατολή και στην Αίγυπτο, όχι όμως ως χρήμα αλλά ως αντικείμενα αξίας κατασκευασμένα από άργυρο.

Η εφεύρεση και η εξάπλωση του νομίσματος θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων και αξιών, που αναπτύχθηκαν την Αρχαϊκή περίοδο. Οι νόμοι είχαν αρχίσει να κωδικοποιούνται, προκειμένου να σταματήσει η αυθαίρετη ερμηνεία τους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα της εποχής, το νόμισμα απέκτησε πλέον μία νομική βάση.


| εισαγωγή | γεωργία | εμπόριο | πολιτειακή οργάνωση | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.