Ο Αριστοτέλης μάς δίνει κάποιες πληροφορίες για τη σημασία του εμπορίου στην ελληνική κοινωνία. Συγγράφει τον 4ο αιώνα π.Χ. και στο έργο του Αθηναίων Πολιτεία, αναφέρει ότι υπήρχαν πέντε τρόποι, για να επιβιώσει κανείς και να αποκτήσει περιουσία: η γεωργία, η κτηνοτροφία, η πειρατεία, η αλιεία και το κυνήγι. Το εμπόριο δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς, γιατί βασιζόταν σε συναλλαγές και πωλήσεις και δε θεωρούνταν πρωταρχικός τρόπος απόκτησης αγαθών (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1256 β40-1257 β25). Τίποτα βέβαια δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτήν την άποψη ως προσωπική του Αριστοτέλη. Οι ερευνητές πάντως την υιοθετούν ως αντιπροσωπευτική της αντίληψης των αρχαίων για το εμπόριο -όχι μόνο κατ' ανάγκη την εποχή που γράφει ο Αριστοτέλης- αλλά και από πολύ νωρίτερα, ήδη από τα πρώτα στάδια των εμπορικών συναλλαγών.


Σε αντίθεση πάντως με την κατηγορηματική θέση του Αριστοτέλη αναφορικά με τον υποβαθμισμένο ρόλο του εμπορίου, είναι γνωστό από αρχαιολογικά ευρήματα ότι από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες είχαν αρχίσει να ασχολούνται με το θαλάσσιο εμπόριο σε διάφορες περιοχές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2.43.15-16, Σιμωνίδης ο Κείος, απόσπασμα 16 στο West, 1993). Η παράλληλη ανάπτυξη της ναυπηγικής τούς επέτρεψε να ασχοληθούν με αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν έμποροι της θάλασσας, αν και τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Ανάμεσά τους, εκείνοι που συναλλάσσονταν για λογαριασμό κάποιων αριστοκρατών ήταν πολύ περισσότεροι από όσους εμπορεύονταν ανεξάρτητα (B. Bravo, Dialogues d' Histoire Ancienne 1(1974):123).

Οι περιπτώσεις των αριστοκρατών που μέσω κάποιων αντιπροσώπων είχαν έμμεση σχέση με το εμπόριο ήταν λίγες. Αρχικά τα μέλη της αριστοκρατικής τάξης δε συμμετείχαν στις συναλλαγές, ούτε βέβαια και σε χειρωνακτικές εργασίες, καθώς θεωρούνταν δραστηριότητες που δεν επέφεραν τιμή σε όσους ασχολούνταν με αυτές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2.167). Σε κάποιο απόσπασμά του, ο Ηρακλείδης Ποντικός αναφέρει τους νόμους που ίσχυαν στις Θεσπιές, στη Θήβα και στη Βοιωτία, από όπου προκύπτει ότι οι αριστοκράτες αποκλείονταν από κάθε επαφή με τις παραπάνω ασχολίες (Ηρακλείδης Ποντικός, FHG απόσπασμα 43). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι ευγενείς να έχουν χρόνο ελεύθερο για την ενασχόλησή τους με τα κυβερνητικά, δικαστικά και στρατιωτικά ζητήματα. Μπορούσαν να ασχολούνται με τα εμπορικά ταξίδια προκειμένου να προμηθευτούν αγαθά για δική τους χρήση ή κατανάλωση, χωρίς μάλιστα να διακινδυνεύουν την κοινωνική τους θέση. Όμως, η ενασχόληση με την αγορά και την πώληση προϊόντων με μοναδικό στόχο το κέρδος δεν επιτρεπόταν σε έναν ευγενή.


Πάντως λόγω του υψηλού κόστους που είχαν τα θαλάσσια ταξίδια, στην αρχή τουλάχιστον, μόνον οι αριστοκράτες μπορούσαν να τα αναλάβουν. Πιθανότατα, λοιπόν, από τις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου μέχρι και τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., ορισμένοι ευγενείς με τα πλοία τους και με τους ανθρώπους τους να μετέφεραν και να εμπορεύονταν τα αγαθά. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Κολαίο από τη Σάμο, που ταξίδεψε στην Ισπανία περίπου στα 638 π.Χ. με συντρόφους του και έφερε πίσω στο νησί μεγάλα κέρδη. Ήταν μάλλον ευγενής και είναι ο πρώτος έμπορος για τον οποίο μαθαίνουμε από τις πηγές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4.152).
O Ησίοδος πάλι γράφει και για κάποιες περιπτώσεις πολιτών με δική τους γη, που την καλλιεργούσαν, και έπειτα φόρτωναν τα προϊόντα τους σε μικρές βάρκες, για να τα μεταφέρουν και να τα πουλήσουν αλλού. Πρέπει συνήθως να κατέφευγαν σε αυτήν τη λύση, εάν δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη αγορά στη δική τους περιοχή (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 618-694).

Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και εξής, το εμπόριο, και κυρίως το θαλάσσιο, βασίζεται σε ένα αναπτυγμένο δίκτυο αποικιών, εμπορικών σταθμών και ξένων αλλά φιλικών λιμανιών. Μέχρι το 475 π.Χ. περίπου, οι ανεξάρτητοι έμποροι που εμπορεύονταν μέσω θάλασσας αυξήθηκαν σε σχέση με τους στεριανούς συναδέλφους τους, καθορίζοντας έτσι τη μορφή που θα έχει το θαλάσσιο εμπόριο στην Κλασική περίοδο.

Το εμπόριο αυτή την εποχή συνδέεται και με την πειρατεία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με μία σημαντική πηγή εισοδήματος, το δουλεμπόριο. Οι κάτοικοι των περισσότερων νησιών, όπως ήταν η Αίγινα, η Κρήτη και η Σάμος, επιδίδονταν σε αυτό από πολύ παλιά.
Η Αίγινα παρουσίασε στην Αρχαϊκή περίοδο ένα νέο στοιχείο για τον ελλαδικό χώρο, το νόμισμα.

Στον ελληνικό κόσμο, οι εμπορικές συναλλαγές -εισαγωγές και εξαγωγές- αποτελούσαν δραστηριότητα των αντρών. Αν λάβουμε υπόψη το πρόβλημα τής σχεδόν ολοκληρωτικής έλλειψης πηγών πάνω στο θέμα, αξίζει να αναφερθούν δύο, οι οποίες δίνουν κάποια στοιχεία για τη γυναικεία παρουσία στην εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων. Ο Αθήναιος λέει ότι ο Σόλων απαγόρευσε στους άντρες τη συμμετοχή τους στο εμπόριο αρωμάτων και ο Φερεκράτης, όταν αναφέρεται σε αυτό, μιλάει σαν να πρόκειται για γυναικείο μονοπώλιο. Ωστόσο, και εδώ πιθανότατα οι γυναίκες να μην είχαν τον πρώτο ρόλο.

Οι άντρες διαπραγματεύονταν την αγορά και την πώληση των προϊόντων, ενώ γυναίκες από οικονομικά ασθενή στρώματα απασχολούνταν στην προώθησή τους. Υπήρχε ένας νόμος του Σόλωνα που ανέφερε ότι, εάν κάποιος μιλούσε άσχημα σε άντρα ή γυναίκα που εργαζόταν στην αγορά, ήταν δυνατό να τον μηνύσουν για δυσφήμιση. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικό για την ύπαρξη κάποιας αρνητικής διάθεσης από μία μερίδα ευκατάστατων πολιτών, η οποία εκφραζόταν μέσα από προσβολές και πιθανές κοροϊδίες προς τους φτωχότερους συμπολίτες τους που εμπορεύονταν στην αγορά.


| εισαγωγή | γεωργία | εμπόριο | πολιτειακή οργάνωση | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.