Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, εντοπίζονται κυρίως στους κίονες και στο διάζωμα. Ο δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη και οι καθ' ύψος ραβδώσεις του χωρίζονται μεταξύ τους με οξεία γωνία. Οι ραβδώσεις, όπως και ολόκληρος ο κίονας, στενεύουν βαθμηδόν προς την κορυφή. Το κιονόκρανο είναι συνήθως λαξευμένο σε ενιαίο λίθο μαζί με το άνω μέρος του κίονα. Αποτελείται από ένα καμπύλο μέλος -τον εχίνο- ο οποίος εφάπτεται σε μία τετράγωνη πλίνθο, τον άβακα. Στην αρχή μία και αργότερα περισσότερες κοίλες γλυφές αποτελούν τη σύνδεση του εχίνου με τον κορυφαίο σπόνδυλο. Το επιστύλιο αφήνεται κατά κανόνα ακόσμητο, εκτός από μία ταινία στην κορυφή του διακοσμημένη κατά σταθερά διαστήματα με κανόνα, από τον οποίο εκφύονται έξι μικρές αποφύσεις, οι σταγόνες.


Στους κίονες των πρώιμων δωρικών ναών η διάμετρος της κορυφής είναι σχεδόν η μισή από τη διάμετρο της βάσης του και ο εχίνος των κιονοκράνων παρουσιάζει έντονη καμπυλότητα. Τα στοιχεία αυτά μαζί με τα τρίγλυφα φανερώνουν την απομίμηση πρακτικών που εφαρμόζονταν ήδη στη δόμηση με ξύλο.


Το δωρικό διάζωμα αποτελείται από στενά μέλη με κάθετες αυλακώσεις -τα τρίγλυφα- και από πλατύτερες επιφάνειες που φέρουν συχνά γλυπτές ή γραπτές παραστάσεις, τις μετόπες. Τρίγλυφα και μετόπες εναλλάσσονται κανονικά και υπάρχουν τρίγλυφα πάνω από τον κάθε κίονα, πάνω από το μέσο κάθε μετακιόνιου διαστήματος και στις γωνίες. Η τοποθέτησή τους αυτή σχετίζεται με το λεγόμενο πρόβλημα της γωνιακής μετόπης (η οποία εμφανιζόταν μεγαλύτερη) και οδήγησε σε ποικίλες λύσεις, όπως στη βαθμιαία αλλαγή του πλάτους των μετακιονίων. Πάνω από το διάζωμα υπάρχει ένα γείσο, με μία ελαφρά κλίση προς τα έξω για προστασία από τα όμβρια ύδατα, το οποίο αποτελείται από απλό κυμάτιο και στεφάνη. Στο κάτω μέρος του γείσου και ακριβώς πάνω από κάθε τρίγλυφο και κάθε μετόπη υπάρχει μία ορθογώνια πλάκα, ο πρόμοχθος, διακοσμημένη με σειρές σταγόνων. Επιπλέον, ο χώρος του αετώματος προστατεύεται από το λοξό γείσο, το καλούμενο καταιέτιο.


Όσον αφορά το σχεδιασμό των δωρικών ναών, η σημαντικότερη εξέλιξή τους σχετίζεται με την αναλογία του μήκους ως προς το πλάτος. Οι πρώιμοι δωρικοί ναοί έχουν συχνά μήκος που ξεπερνάει τα 30 μέτρα (εκατόμπεδοι), ενώ το πλάτος τους είναι μικρότερο από 10 μέτρα. Σταδιακά η αναλογία αυτή γίνεται μικρότερη και τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησιάζει το 2:1. Παρ' όλα αυτά το συνολικό μέγεθος αυξάνει, και οι μεγαλύτεροι δωρικοί ναοί της Αρχαϊκής περιόδου ξεπερνούν σε μήκος τα 50 μέτρα. Ο αριθμός των κιόνων ποικίλλει από 5 έως 9 στις στενές, και από 11 μέχρι 18 στις μακριές πλευρές του. Το συνηθέστερο όμως πλάνο αρχαϊκού δωρικού ναού είναι 6Χ13 ή 6X15 κίονες. Με την πάροδο του χρόνου μεγαλώνει επίσης το μετακιόνιο διάστημα, καθώς και το μέγεθος των κιόνων. Τέλος το προφίλ του εχίνου του κιονοκράνου, που αρχικά ήταν έντονα καμπυλόγραμμο, καταλήγει σταδιακά σε κωνικό.



| εισαγωγή | γράμματα | τέχνες | θρησκεία | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.