Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η Αθήνα κατέφυγε στην επιβολή ενός άμεσου φόρου, της εισφοράς, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης -κυρίως εν καιρώ πολέμου-, όταν τα έσοδα του κρατικού ταμείου δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα αναπόφευκτα έξοδα που προέκυπταν.
Το μέτρο αυτό δεν ήταν μια εντελώς νεοτεριστική σύλληψη, εφόσον είχε προηγηθεί τον 6ο αιώνα η οργάνωση των 4 ναυκραριών και η επιβολή σε αυτές χρηματικών εισφορών μόνο σε περίπτωση πολέμου.
Οι Αθηναίοι καθιέρωσαν την εισφορά πιθανότατα μετά την εισβολή του Ξέρξη στον ελλαδικό χώρο. Όμως η ποσότητα των λαφύρων που συγκεντρώθηκε κατά τους Περσικούς πολέμους και στη συνέχεια οι θησαυροί του συμμαχικού ταμείου εξασφάλισαν στην Αθήνα την άνεση να μην επιβάλει ξανά εισφορά παρά μόνο στη διάρκεια της Πεντηκονταετίας.

Το 428/7 π.Χ. το φορολογικό σύστημα της Αθήνας καθόριζε ότι οι τρεις πρώτες τάξεις, οι πεντακοσιομέδιμνοι, ιππείς και ζευγίτες που ήταν κατεγραμμένοι στις 100 συμμορίες ή φορολογικές ομάδες της Αθήνας, έπρεπε να πληρώνουν 1, 1/2 και 1/6 του ταλάντου αντίστοιχα. Αυτά τα ποσά αντιπροσώπευαν το συνολικό φορολογικό ποσό. Επομένως η φορολογία των τριών πιο εύπορων τάξεων απέφερε στην πόλη 166 και 2/3 τάλαντα. Το ποσό αυτό συμπληρωνόταν από την εισφορά των μετοίκων, που αντιστοιχούσε στο 1/6 του συνολικού φόρου -δηλαδή 33 και 1/3 τάλαντα- ενώ οι θήτες ήταν απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε καταβολή. Τελικά, η Αθήνα συγκέντρωνε ετησίως 200 τάλαντα.

Όταν μάλιστα το 425/4 π.Χ. τα οικονομικά του αθηναϊκού κράτους επαναπροσδιορίστηκαν, με την αύξηση του φόρου στα μέλη της συμμαχίας της Δήλου, η εισφορά διακόπηκε. Κατά τη διάρκεια όμως του Δεκελικού πολέμου επιβλήθηκε ξανά στηριζόμενη στα ποσοστά που είχαν οριστεί το 428/7 π.Χ. Στο τέλος του πολέμου τα ποσοστά αυτά πιθανότατα αυξήθηκαν.

Η πρώτη περίπτωση έκτακτης εισφοράς σε καιρό ειρήνης σημειώθηκε το 400 π.Χ. και προέκυψε από την ανάγκη να πληρωθεί το δημόσιο χρέος που είχε δημιουργηθεί από τον εμφύλιο πόλεμο των Τριάκοντα με τους δημοκρατικούς μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Στις τελευταίες επιπλέον δεκαετίες της αθηναϊκής ανεξαρτησίας, 347/6-323/2 π.Χ., επιβαλλόταν κάθε χρόνο μία μόνιμη εισφορά ύψους 10 μόλις ταλάντων για την κατασκευή νεώσοικων.
Η τελευταία φορά που ίσχυσε κανονικά ο θεσμός της εισφοράς ήταν το 335 π.Χ. με αφορμή την Αντιμακεδονική επανάσταση μετά το θάνατο του Φιλίππου.

Το 378/7 π.Χ. στη διάρκεια της Β' Αθηναϊκής συμμαχίας καταργήθηκε το φορολογικό σύστημα που βασιζόταν στη διάκριση των τάξεων από το Σόλωνα με βάση τα εισοδήματά τους. Αντικαταστάθηκε από κλίμακες αξίας για όλους τους φορολογούμενους πολίτες εκτός από την κατώτατη τάξη που ήταν απαλλαγμένη από τη φορολογία. Οι υπόλοιποι πολίτες και μέτοικοι εντάσσονταν σε ένα κοινό σύστημα. Η μεταρρύθμιση αυτή σταθεροποίησε το ποσό της εισφοράς στα 200 τάλαντα. Περίπου την ίδια εποχή όλοι όσοι υπόκειντο στην εισφορά οργανώθηκαν σε εκατό συνεταιριστικές ομάδες, τις συμμορίες, διαφορετικές από τις ήδη υπάρχουσες φορολογικές ομάδες ή συμμορίες.

Η αθηναϊκή εισφορά θεωρούνταν από τα μέλη των εύπορων τάξεων ιδιαίτερα επαχθής οικονομική υποχρέωση. Στην προσπάθειά τους λοιπόν να ελαφρύνουν τη θέση τους συχνά κατέφευγαν στην απόκρυψη μέρους της περιουσίας τους, η οποία βεβαίως αποτελούσε το κριτήριο επιβολής της φορολογίας.


| εισαγωγή | γαιοκτησία-γεωργία | εμπόριο | μεταλλεία | Κλασική Εποχή
| κρατική πρόνοια | λειτουργίες | ιδιωτική περιουσία |

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.